νευρίασμα

νευρίασμα
και νεύριασμα, το [νευριάζω]
εκνευρισμός, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού νευριάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νευρίασμα — το, ατος νευρικός κλονισμός, ερεθισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκνεύριση — η η διέγερση των νεύρων, ο νευρικός παροξυσμός, το νευρίασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”